- υποζωννύω
- ὑποζωννύω, ΝΑ, και υποζώνω Ν, και ὑποζώννυμι, Α [ζώννυμι, -ύω]1. ζώνω από κάτω για σύσφιγξη ή στερέωση2. (σχετικά με πλοίο) συσφίγγω με την τοποθέτηση υποζώματος3. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) βλ. υπεζωκώςαρχ.1. (το απαρμφ. παθ. παρακμ.) ὑπεζῶσθαι(κατά τον Ησύχ.) το να γίνεται κανείς άνδρας, να φθάνει στην ανδρική ηλικία2. φρ. «ὁ ὑπεζωκὼς τὰς πλευρὰς ὑμὴν» — ο υπεζωκότας.
Dictionary of Greek. 2013.